- υπερκόσμιος
- -α, -ο / ὑπερκόσμιος, -ον, ΝΜΑαυτός που υπερβαίνει τον αισθητό κόσμο, υπερφυσικός, ουράνιος, θεϊκόςνεοελλ.1. (φιλοσ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από κάθε εμπειρία, αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής εμπειρικής γνώσης2. φρ. «υπερκόσμια μεταφυσική»(φιλοσ.) η κλασική μεταφυσική που ασχολούνταν με τον θεό.επίρρ...ὑπερκοσμίως ΜΑμε υπερκόσμιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + κόσμος + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐγ-κόσμ-ιος, προ-κόσμ-ιος)].
Dictionary of Greek. 2013.